7/1/11

Αναμνησιακό και πένθιμο

Οι συνειρμοί είναι περίεργο πράγμα. Βλέπεις ένα πράγμα, θυμάσαι κάτι άλλο, που σου θυμίζει κάτι άλλο, κάνεις ένα μικρό ταξίδι και επιστρέφεις στην αρχή. Έτσι περίπου έγινε και με εμένα σήμερα. Και όλο ξεκίνησε και τελείωσε με μια είδηση. Συγκεκριμένα αυτή.

Θυμήθηκα λοιπόν που απέναντι από το πρώτο σπίτι μου στην Πάτρα, έμεναν σε ένα χαμόσπιτο "ο γέρος και η γριά". Ήταν κάτι αλλόκοτοι τύποι, εν μέρει αστείοι και εν μέρει σκιαχτικοί, αλλά πολύ κι από τα δύο. Ρακοσυλλέκτες και ζητιάνοι, βρωμούσαν αλκοόλ και απλυσιά, σε κοίταζαν από πάνω μέχρι κάτω όταν έμπαινες και έβγαινες από το σπίτι σου, καθώς έκοβαν κίνηση από τα σκαλιά της εξώπορτάς τους, δίπλα σε έναν τενεκέ που μέσα του είχαν στερεώσει μια ελληνική σημαία. Δίπλα τους, ήταν ένα δεύτερο χαμόσπιτο πιο μικρό, που κατάλαβα ότι κι αυτό ήταν δικό τους, όταν το νοίκιασαν σε κάτι τσιγγάνους.

Τους θυμάμαι τους τσιγγάνους όταν μετακόμισαν, μια οικογένεια που πιο πολύ έβλεπα τη μάνα και τη γιαγιά (που η γιαγιά ήταν κάπου ανάμεσα σαράντα και πενήντα χρονών, ας πούμε) και βέβαια τρία-τέσσερα πιτσιρίκια. Όσο πέρναγε ο καιρός, όλο και πληθαίνανε οι τσιγγάνοι που περνούσαν από το χαμόσπιτο και κάνανε ρούγα, κουτσομπολεύανε (συνήθως στη δική τους τη γλώσσα) και καμιά φορά βάζανε και μουσικές. Ένα πολύχρωμο συνάφι, που κακά τα ψέματα τους φοβόσουνα και λίγο, δεν ήξερες δα από πού κρατάει η σκούφια τους, από πού βγάζουν τα λεφτά τους, πολλές φορές δεν ήξερες και τι λένε κι αν σε συζητάνε ας πούμε. Όσο περνούσε ο καιρός όμως, άρχιζα να τους συμπαθώ. Η πόρτα του σπιτιού τους ήτανε συνήθως ανοιχτή κι από όσο μπορούσα να δω μέσα, το είχανε κάνει αλά χίλιες και μία νύχτες - χαλιά στους τοίχους και τα πατώματα, μαξιλάρες, εντάξει λίγο παραπάνω γκαλερί Μοιραράκη από όσο θα άντεχα εγώ, αλλά ρε παιδί μου έβλεπες ότι είχαν βάλει μεράκι οι άνθρωποι. Και η μαμά έκανε φασίνα τακτικά. Οι "μπαλαμοί" δίπλα είχαν ένα σπίτι που έζεχνε και δεν τους χρωστάγανε καλό, κωλόγυφτους τους ανεβάζανε κωλόγυφτους τους κατεβάζανε. Αλλά οι "κωλόγυφτοι" δε χαμπαριάζανε, βρισίδι η γριά, τη γράφανε κανονικά αυτοί, "θα πάω στην αστυνομία να σας διώξουνε όλους" ο γέρος, "τίποτα δε θα μας κάνεις" εκείνοι. Σταδιακά τους συνήθισα, άκακοι μου φαινόντουσαν, τώρα τι να πω, λες να διακινούσανε κοκαϊνη και καλάσνικοφ κρυφά; πάντως το ό,τι έβλεπα από αυτούς μια χαρά ήταν. Και στο κάτω κάτω ευγενικοί ήταν, είχαν ένα χαμόγελο και μια καλημέρα να σου πουν. Ακόμα κι οι δικοί μου, που έρχονταν κατά καιρούς στην Πάτρα, σιγά σιγά τους συμπάθησαν. Μη σου πω όταν άλλαξα σπίτι, τον πρώτο καιρό μου έλειπαν και λίγο τα γέλια τους και οι φωνές από τα πιτσιρίκια τους.


Στο δεύτερο σπίτι μου, γνώρισα έναν αστυνομικό, που έμενε ακριβώς κάτω από μένα. Τον γνώρισα και επεισοδιακά, "μάλλον κάτι από το μπάνιο σου στάζει στο ταβάνι μου" μου είπε (εν τω μεταξύ αυτό που τελικά έσταζε ήταν...το πάτωμα, να χαρώ εγώ στεγανοποίηση και μόνωση!). Ήταν από τους πιο ευγενικούς γείτονες που είχα και από τους λίγους γείτονες που γνώρισα γενικώς σε εκείνη την πολυκατοικία. Και θυμάμαι ακόμα το πόσο με είχε πειράξει όταν μετακόμισαν κάτι παιδιά απέναντί του, που εν ολίγοις τον έκραζαν απλώς επειδή ήταν αστυνομικός. Μου είχε κάνει εντύπωση και η δική του αντίδραση - καμία τάση να πουλήσει τσαμπουκά, όσο κι αν τον προκαλούσαν.  Απλά από κάποιο σημείο και μετά δεν έδινε σημασία, "μια δουλειά κάνω να βγάλω το ψωμί μου, δεν καταλαβαίνουν τα μαλακισμένα, ψάχνονται για καβγά αλλά εγώ έχω και άλλα πράγματα να κάνω" μου είχε πει μια φορά.

Τους θυμήθηκα και τους δύο αυτούς γείτονές μου, τους "εξωτικούς" τσιγγάνους και τον ευγενικό αστυνομικό, όταν διάβαζα την είδηση για το κορίτσι που σκοτώθηκε. Σαν να σκέφτηκα "να κάτι που συνέβη σε ανθρώπους σαν τους παλιούς σου γείτονες". Αφελές. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Και στο κάτω κάτω, υπάρχουν και κακοί αστυνομικοί και κακοί τσιγγάνοι. Αλλά έτσι εγώ, από βίτσιο μου, τείνω να σκέφτομαι τους καλούς. Να σκέφτομαι ότι θα μπορούσε  η "κακιά η ώρα" να φέρει στις ρόδες ενός καλού αστυνομικού, ένα καλό κορίτσι εφτά χρονών (που εδώ που τα λέμε, μάλλον δύσκολο να ήταν "κακό" ένα εφτάχρονο κοριτσάκι), μιας οικογένειας καλών τσιγγάνων. Δε θα μπορούσε; Θα μπορούσε. Και μπορεί αυτό να 'γινε. Αλλά και να μην έγινε αυτό, ακόμα και το κορίτσι να ήταν από κακή οικογένεια, που "δεν του έμαθε οδική συμπεριφορά", όπως αναφέρει εις εκλεκτός αναγνώστης των "Νέων", δεν είναι λιγότερη η απώλεια. Και ο αστυνομικός, δεν μπορεί κανείς να ξέρει αν είναι καλός ή κακός άνθρωπος, γιατί δυστυχήματα συμβαίνουν και στους καλούς, ούτε έχει νόημα να μιλάει κανείς για αστυνομική βία, γιατί δεν πρόκειται για κάτι που συνέβη στα πλαίσια της δουλειάς του, ούτε για κάτι που φαίνεται να ήταν εσκεμμένο. Και τελοσπάντων, αν διαβάζοντας την είδηση στενοχωρήθηκα, διαβάζοντας τα σχόλια των αναγνωστών που τη συνοδεύουν, έφριξα. Αυτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

/* Script for Google Analytics ------------------------------*/