Είδα ένα περίεργο όνειρο χτες...
Ήμουν λέει ξαφνικά σ' ένα σπίτι, που ήταν "το σπίτι μου", αλλά δεν ήταν ούτε το σπίτι που μεγάλωσα, ούτε το σπίτι που έμενα κανονικά. Μπαίνοντας ήρθα αντιμέτωπη με το ανεκδιήγητο ντεκόρ της μάνας μου με σεμεδάκια, μπιμπελό και λοιπά παρεμφερή και στα ενδότερα είδα τα πράγματά μου. "Τα πράγματά μου" από όλες σχεδόν τις φάσεις της ζωής μου: Το παμπάλαιο διπλοκάσετο-cd player που είχα λιώσει στην εφηβεία μου, το επιτραπέζιο καβαλέτο που μου είχαν κάνει δώρο πριν λίγα χρόνια, το βιβλίο που διάβαζα πριν τρεις μέρες, μια κουβέρτα που τη θυμάμαι από πιτσιρίκι, το stage piano που μάζευα λεφτά για να το αγοράσω πρόπερσι και το πιάνο που άρχισα να παίζω όταν ήμουν 7 χρονών, ένα ζευγάρι bongos, μισοτελειωμένες ζωγραφιές, βιβλία από τη σχολή, παραπεταμένα πιο δίπλα κάτι θέματα πανελληνίων και δίπλα το σκριπτ ενός χαζο-θεατρικού του γυμνασίου, έναν αργιλέ που είχα κουβαλήσει η ίδια από τα Γιάννενα με ΚΤΕΛ, το made in japan των deep purple στολισμένο με τις γρατζουνιές του που το έχουν καταστήσει, εδώ και μια δεκαετία, κατάλληλο μόνο για σουβέρ....και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Και κοντά σ' αυτά, κάτι έπιπλα που ήταν λέει δικά μου, αλλά καινούργια, σχεδόν αχρησιμοποίητα, που δε μου έφερναν και καμιά ανάμνηση στο νου.
Οι γονείς μου, που μπήκαν μαζί μου στο σπίτι "μου", έβλεπαν την κατάσταση ως απολύτως φυσιολογική. "Καλωσήρθες στο σπίτι σου", μου έλεγαν, "όλα θα πάνε καλά" κι εγώ από μέσα μου φώναζα, "μα πώς γίνεται να μην ξέρετε ότι δεν είναι το σπίτι μου εδώ; Εγώ μένω αλλού!" αλλά απ' έξω μου σαν να μη μπορούσα να μιλήσω. Και ο χώρος μου έμοιαζε όλο και πιο μικρός, η ανάσα μου όλο και κοβόταν και σιγά σιγά ένιωθα ότι ο αέρας δε μου έφτανε πια. Άρχισα να κλαίω ασυναίσθητα και οι δικοί μου, με ένα ύφος συγκατάβασης μου είπαν "έχεις συγκινηθεί ε; Όλα θα πάνε καλά".
Ξαφνικά δεν άντεχα άλλο πια. Ήμουν βέβαιη ότι είμαι σε όνειρο και έπρεπε να αντιδράσω για να ξυπνήσω. "Θέλω να πάω σπίτι μου!" φώναξα πανικόβλητη, "όχι σ' αυτό! στο άλλο, το κανονικό!". Αλλά δεν ξύπνησα. H μάνα μου έβαλε τα κλάματα, ο πατέρας μου έμεινε αποσβολωμένος να με κοιτάζει. "Παιδί μου, εδώ είναι το σπίτι σου", μου είπαν ξανά. "Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά", σαν δίσκος κολλημένος στο ίδιο σημείο, με ένα ύφος λες και ετοιμάζονταν να μου κάνουν καμιά ένεση με ηρεμιστικό.
Και μετά δε θυμάμαι. Ή μάλλον θυμάμαι, αλλά πολύ θολά. Ξέρω στα σίγουρα όμως, ότι σήμερα δεν έχω ακόμα βγει απ' το περίργο όνειρο. Τείνω δε να πιστέψω, ότι δεν είναι καν όνειρο τελικά...
Είναι προφανές αυτό που θα πω, αλλά θα το πω έτσι κι αλλιώς. Το να μένεις με τους γονείς σου SUCKS BIGTIME. Ιδίως αν τα τελευταία 8-9 χρόνια της ζωής σου έχεις μάθει αλλιώς... Το ότι βρήκα τη Μ.Εβδομάδα να μετακομίσω, θα το θεωρήσω ειρωνία της τύχης. Άντε, να τη βγάλουμε κι αυτή την εβδομάδα των παθών (μου)... Δε μπορεί, θα περάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου