27/12/08

Being emo

Κάθε χρόνο, ενδιαμέσως Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, γίνομαι λίγο emo - ιδίως τις ζυγές χρονιές.... Δε φταίω εγώ, ειλικρινά. Είναι που αυτές τις μέρες έτυχε να τις έχω συνδυάσει με την απώλεια του θανάτου. Ε, όσο και να χορτάσεις γαλοπούλα και όσο και να σε γεμίσει δώρα ο Αϊ- Βασίλης, αυτό δεν το ξεχνάς (εντάξει, μπορεί και να φταίω κι εγώ λίγο τελικά...). Και σύμφωνοι, τελικά μπορεί να επιστρέφω στο γιορτινό mood, αλλά εντέλει, πάντα κάποια ή κάποιες από τις μέρες ή (ιδίως) τις νύχτες των χριστουγεννιάτικων διακοπών μου είναι λίγο σαν το δικό μου προσωπικό ψυχοσάββατο.

Η κατάσταση ξεκίνησε το '94 όταν, δυο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα του '94, έφυγε η γιαγιά μου τελείως ξαφνικά. Κανείς δεν το περίμενε ότι, την προηγούμενη, όταν έλεγε "δεν είμαι καλά, να με πάτε στο γιατρό", όντως δεν ήταν καλά - βλέπεις από το Σεπτέμβρη, που είχε χάσει τον αδερφό της, το συνήθιζε το "δεν είμαι καλά". Η μαμά μου το ανακοίνωσε σε μένα και την ξαδέρφη μου - η ξαδέρφη μου αμέσως έβαλε τα κλάματα, εγώ πάγωσα. Σαν να μην το πίστευα ξαφνικά. Μα... η γιαγιά μου; Η δικιά μου η γιαγιά; Η γιαγιά μου που τις προάλλες καθόταν δίπλα μου, η γιαγιά μου που το καλοκαίρι τρώγαμε φραγκόσυκα μαζί, η γιαγιά μου που ο παππούς μου την κυνήγαγε να παίρνει τα χάπια της κι αυτή τον έγραφε κι όμως ποτέ δεν είχε πάθει τίποτα, η γιαγιά που μου κληροδότησε το όνομά της, τα μαύρα μακριά μαλλιά της και τη συνήθεια να κυκλοφορώ ξυπόλυτη κι ας υπάρχουν γύρω μου 78695 ζευγάρια παπούτσια και παντόφλες, η γιαγιά μου που πήγαινα-δεν πήγαινα δημοτικό όταν κατασπαράξαμε μαζί τουλάχιστον ένα κιλό κουραμπιέδες και μελομακάρονα σε μια νύχτα (ήταν φαγανή η συγχωρεμένη); Η γιαγιά, που πάντα λέγαμε ότι δε μπορεί, σίγουρα ο Θεός της χρωστάει μέρες; Που όλο τον Ιούλιο έκανε ομηρικούς καβγάδες με τον παππού το Νίκο διότι το παλιό - και πλέον παντελώς άρχηστο - ψυγείο στη Μάνη ήθελε να το κρατήσει για να το χρησιμοποιεί εν είδει αποθήκης/ντουλαπιού (το θέαμα της γιαγιάς να βάζει τις παντόφλες της στο ψυγείο, σαν να ήταν κάτι το εντελώς φυσιολογικό, θα μου μείνει αξέχαστο...); Που όποτε ερχόταν να μείνει σπίτι μας κοιμόταν στο δωμάτιό μου, στο διπλανό κρεβάτι, κι όλο το βράδυ κρατούσε το χέρι μου σφιχτά κάτω από τα σκεπάσματα; Η γιαγιά μου...νεκρή.
Οι γονείς μου δε μας πήραν εμένα και τα ξαδέρφια μου στην κηδεία - ήμασταν λέει μικρά, καλύτερα για μας. Ο μπαμπάς μου, που έχασε τη μάνα του, ήρθε να συμφωνήσει με τη μαμά μου, που πριν χρόνια είχε χάσει και τη δική της μητέρα: το παιδί, όσων χρονών και να 'ναι όταν χάσει το γονιό του, δεν έχει σημασία...ορφανό θα νιώσει. Εγώ, λίγες μέρες μετά, χωρίς κανέναν να με βλέπει, και προσπαθώντας να μη με ακούσει κανείς, πλάνταξα στο κλάμα. Φυσικά εκείνη τη χρονιά δε στολίσαμε δέντρο και πλέον σταμάτησα οριστικά να λέω τα κάλαντα.
Η έγνοια μας θυμάμαι ήταν πώς θα πούμε τα νέα στον παππού το Νίκο. Αλλά η αλήθεια είναι, δε χρειαζόταν. Μετά από δυο πρόσφατα εγκεφαλικά, κατάκοιτος, χωρίς να μπορεί να μιλήσει, εξακολουθούσε να έχει πλήρη συναίσθηση. Και φυσικά το κατάλαβε από τη ίδια ώρα. Σταμάτησε να είναι τόσο πρόθυμος στη φυσικοθεραπεία του και σταδιακά αφέθηκε. Και το επόμενο ψυχοσάββατο, τον είδα πρώτη φορά να κλαίει.
Δυο χρόνια αργότερα, παραμονή χριστουγέννων, έφυγε και ο παππούς από τη μεριά της μητέρας μου. Δεν τον είχα ζήσει τόσο, αλλά τον αγαπούσα. Είχε κι εκείνος τα χούγια και τις παραξενιές του - και πιθανόν από αυτόν να πήρα την αγάπη του για το κάπνισμα. Είπαμε να μην ξεστολίσουμε το ήδη στολισμένο σπίτι.... εκείνο το χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν το πιο μελαγχολικό που είχα δει στη ζωή μου. Και το '98, έφυγε και ο παππούς ο Νίκος, κάπου ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. "Λυτρώθηκε", είπαμε μεταξύ μας - το είχαμε άλλωστε όλοι σκεφτεί πριν καιρό. Κι όμως, η απώλεια έμοιαζε η ίδια. Κατεβήκαμε, χρονιάρες μέρες, στη Μάνη για την κηδεία. Τόσο κρύο δεν είχα ξανανιώσει - στο δέρμα μου, στην ψυχή μου. Άυπνοι πήγαμε όλοι στην εκκλησία του χωριού - που μέχρι τότε μόνο με γιορτές την είχα συνδυάσει - και μετά στο σπίτι - που ως τότε μόνο παιδικά καλοκαίρια μου θύμιζε. Ο πατέρας μου έκλαιγε σαν μικρό παιδί, δεν τον είχα ξαναδεί έτσι, περιστοιχισμένος από διάφορες καρακάξες μοιρολογίστρες που ήθελα διακαώς να πλακώσω στα χαστούκια. Αντ' αυτού, σηκώθηκα κι έφυγα κι έκατσα μόνη μου σε μια γωνιά πιο κει - και πάλι αδάκρυτη. Και έτσι, επειδή το '98 είχαμε "καλή σοδειά", παραμονή Πρωτοχρονιάς έφυγε ένας καλός οικογενειακός μας φίλος από καρκίνο, ο Μιχάλης - γλεντζές, τσιγκούνης, χαρτοπαίκτης, ελεεινός ελληνάρας οδηγός, αγαπημένος φίλος των γονιών μου και πολύ νέος για να μπει σε φέρετρο. Και επίσης, η "μυστηριώδης" Δώρα, η μόνη φίλη που η μάνα μου ανέφερε από τα φοιτητικά της χρόνια, την οποία ποτέ δεν είχα δει και πάντα με έτρωγε η περιέργεια...

Έτσι κατέληξαν οι μέρες της "γέννησης του Θεανθρώπου" για μένα να 'χουν μέσα και λίγο από θάνατο. Πολλές φορές είχα σκεφτεί ότι εντάξει, μπορεί το μέτρημα του χρόνου και οι μέρες του ημερολογίου να 'ναι ανθρώπινο δημιούργημα και μια υποκειμενική πραγματικότητα η οποία προφανώς και δε θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να επηρεάζει το πότε πεθαίνουμε και πότε όχι, ήταν όμως ανάγκη να πεθάνουν τόσοι γύρω στα Χριστούγεννα; Αλλά πια λέω, ίσως και να 'χει και τη συμβολική του αξία το πράγμα - ο θάνατος και η ζωή πάνε μαζί και να που πλέον αυτό δε μπορώ να το ξεχάσω. Άσε που μπορεί να 'ναι και καλύτερα που φύγαν έτσι διακριτικά, μέσα σε μέρες διακοπών και μας έδωσαν το χρόνο μας, αντί να μας αναγκάσουν να περιφέρουμε το πένθος μας στις δουλειές και τα σχολεία μας.

Αυτά τα ολίγα emo από μένα. Back to holiday mood τώρα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

/* Script for Google Analytics ------------------------------*/